- ῥομβοειδῶν
- ῥομβοειδήςrhombus-shapedmasc/fem/neut gen pl (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λυκοποδιώδη — (lycopodiinae). Kλάση πτεριδοφύτων που περιλαμβάνει ισόσπορα και ετερόσπορα είδη που διακρίνονται σε τέσσερις τάξεις. Τα φυτά αυτά έχουν πραγματικές ρίζες, πραγματικό βλαστό και πολύ μικρά φύλλα που μοιάζουν με εκείνα των βρύων. Μερικά από τα… … Dictionary of Greek